ισχιαλγία

ισχιαλγία
Νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ρευματικής ή τραυματικής αιτιολογίας, που μπορεί να προκληθεί και από ορισμένες δηλητηριάσεις (αλκοόλ, μόλυβδος). Η συνηθέστερη αιτία είναι η πίεση του ισχιακού νεύρου από μετατόπιση του μεσοσπονδυλίου δίσκου ή κατά τη διάρκεια της κύησης από την κεφαλή του εμβρύου. Εκδηλώνεται με πόνους στο κάτω άκρο που επεκτείνονται κατά μήκος της πίσω επιφάνειας, από τη ρίζα του σκέλους μέχρι την άκρη του ποδιού. Το νεύρο που πάσχει όταν πιέζεται προκαλεί πόνο κατά μήκος της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, τόσο στο κύριο στέλεχός του όσο και στις διακλαδώσεις του, και μπορεί να συνυπάρχει διαταραχή τόσο του τόνου των μυών του σκέλους όσο και της αισθητικότητας του δέρματος. Η ι. είναι μια πάθηση που μπορεί να διαρκέσει για πολύ καιρό· στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να ατροφήσουν οι μύες του μηρού και της κνήμης που νεκρώνονται από το νεύρο που πάσχει. Η θεραπευτική αγωγή βασίζεται, εκτός από την αιτιολογική αντιμετώπιση της πάθησης, στην ανάπαυση του σκέλους και σε μερικές περιπτώσεις στην τοπική εφαρμογή θερμότητας (διαθερμίες). Από τα φάρμακα καταλληλότερα είναι τα κορτικοειδή και οι βιταμίνες (κυρίως του συμπλέγματος Β). Σε σοβαρές περιπτώσεις επιχειρείται χειρουργική αποσυμπίεση του νεύρου.
* * *
η
νευραλγία τού ισχιακού νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγία, μυ-αλγία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ισχιαλγία — η πόνος δυνατός στο ισχιακό νεύρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχιαλγικός — ή, ό (Α ἰσχιαλγικός, ή, όν) [ισχιαλγία] (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ισχιαλγία νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ισχιαλγία («ισχιαλγικός πόνος») …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγώ — έω [ισχιαλγία] πάσχω από ισχιαλγία …   Dictionary of Greek

  • ισχιαλγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ισχιαλγία. 2. αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ισχίαση — η (Α ἰσχίασις) [ισχιάζω] η ισχιαλγία …   Dictionary of Greek

  • ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …   Dictionary of Greek

  • ισχιάς — ἰσχιάς, άδος, ἡ (Α) [ισχίο] 1. νευραλγία τού ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία 2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα …   Dictionary of Greek

  • ισχιαδικός — ή, ό (Α ἰσχιαδικός, ή, όν) [ισχιάς] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία 2. (για φάρμακα) αυτός που συντελεί στη θεραπεία τής ισχιαλγίας …   Dictionary of Greek

  • ισχιακός — ή, ό (Α ἰσχιακός, ή, όν) [ισχίον] αυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός*. νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» το ιερό πλέγμα β. «ισχιακή προβολή» η προβολή τού εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία) …   Dictionary of Greek

  • νευραλγία — Έντονος πόνος, συνήθως παροξυστικός, που εντοπίζεται στο πεδίο διανομής αισθητικών ή μεικτών νεύρων. Ανάλογα με το νεύρο που προσβάλλεται, η ν. καλείται μεσοπλεύρια, ισχιαλγία, ν. τριδύμου κλπ. Είναι σύνδρομο που προκαλείται από διάφορα αίτια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”